- Η Φοιτητική Λέσχη της Φανταστικής Λογοτεχνίας -


Αγαπητοί αναγνώστες, σας ενημερώνουμε ότι στα ελληνικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι., δραστηριοποιείται η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας.

Η Λέσχη συγκροτείται από ομάδες φοιτητών που προέρχονται από διάφορα πανεπιστημιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα της χώρας. Υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα να γίνει κανείς μέλος ακόμη και αν δεν είναι φοιτητής.

 Στόχους της Λέσχης αποτελούν.  

                     Ντέιβιντ Γκέμελ: Ένα Ταξίδι Ηρωισμού και Λύτρωσης

                                                                                                  του Αχιλλέα

Ο Ντέιβιντ Γκέμελ ήταν ένας από τους ενδιαφέροντες συγγραφείς της επικής φανταστικής λογοτεχνίας και αποτελεί έναν από τους πολλούς συγγραφείς που αποτέλεσε, τρόπον τινά, γέφυρα μεταξύ των Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν και του Τζο Αμπερκρόμπι. Μέσα από καλές fanstasy αφηγήσεις, όπου η ηρωική κοσμοθέαση της ζωής έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Γκέμελ συνδυάζει με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο θέματα του Ρομαντισμού, της Παραδοσιοκρατίας, αλλά και της Χριστιανικής ηθικής. Στην καρδιά των έργων του Γκέμελ βρίσκεται το αρχέτυπο της Ιπποσύνης. Οι ήρωες των βιβλίων του συντάσσονται με το «Καλό», με οποιοδήποτε τίμημα. Πολλές φορές πληρώνοντας τις αποφάσεις τους με την ίδια τους την ζωή. Ο γνωστότερος ήρωας του Γκέμελ, ο παλαίμαχος Ντρας ο Θρύλος, είναι μία από αυτές τις μορφές. Στον φανταστικό κόσμο του Γκέμελ η μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό έχει συνήθως και έντονες μεταφυσικές διαστάσεις.


Η ζωή του Ντέιβιντ Γκέμελ ήταν μια ανθρώπινη μαρτυρία της τεράστιας μετασχηματιστικής δύναμης της γενναιότητας. Γεννημένος στις 4 Αυγούστου του 1948, ο Γκέμελ αντιμετώπισε αντιξοότητες από την αρχή της ζωής του, μεγαλώνοντας ως το νόθο παιδί μίας ιδιαίτερης οικογένειας. Πέρασε όλη την νεανική ζωή του σε μια από τις πιο σκληρές περιοχές του δυτικού Λονδίνου. Ως νεαρός αντιμετώπισε την χλεύη και την σωματική κακοποίηση από άτομα λίγο μεγαλύτερα από αυτόν, αλλά βιώνει έντονα και την απουσία του βιολογικού του πατέρα. Όλα τα παραπάνω έκαναν τον Ντέιβιντ φοβικό και επιφυλακτικό προς τον έξω κόσμο. Ως μικρό αγόρι βίωσε την εσωστρέφεια ως μονόδρομο.

Ωστόσο, η πιο καθοριστική στιγμή στη ζωή του Γκέμελ ήρθε όταν συνάντησε τον πατριό του, τον Μπιλ Γούντφορντ. Ως νεαρό αγόρι, ο Γκέμελ βρήκε το αρχέτυπο του πατέρα στο πρόσωπο του Μπιλ. Ο μεγαλόσωμος πατριός του, ο οποίος ήταν και βετεράνος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έκανε τον μικρό Ντέιβιντ να αισθανθεί ένα πρωτόγνωρο αίσθημα σταθερότητας μέσα σε μία γενικότερη κατάσταση αθεράπευτης ανασφάλειας που επικρατούσε παλαιότερα στην ζωή του. Τελικά, η παρέμβαση του Γούντφορντ σε ένα περιστατικό βίας απέναντι στον Γκέμελ θα τον ακολουθεί για πάντα. Με τον Γούντφορντ να έχει υπό την προστασία του τον Γκέμελ, ο συγγραφέας του Ντρας του Θρύλου έμαθε την αξία του να είναι κάποιος ανθεκτικός απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής, αλλά και της απόλυτης ανάγκης του να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Στοιχεία τα οποία συναντάμε και σε όλες τις λογοτεχνικές του δημιουργίες. Ο Γούντφορτν ενέπνευσε στον Γκέμελ την αγάπη για την πυγμαχία και την σκληρή προπόνηση. Με αποτέλεσμα ο αρχικά φοβισμένος πιτσιρικάς να γίνει ένας σκληρός έφηβος και αργότερα πορτιέρης σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης.

Η επαφή του με την συγγραφή ξεκίνησε μέσω της δημοσιογραφίας. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και φωτορεπόρτερ σε έντυπα. Σταδιακά άρχισε να γράφει μυθιστροήματα επικής φανταστικής λογοτεχνίας. Η αντιμετώπιση των φόβων με θάρρος και αποφασιστικότητα έγινε το κέντρο της εργογραφίας του Γκέμελ. Πραγματικά, το αρχέτυπο του ήρωα, ο οποίος εάν και με εμφανή  ελαττώματα καταλήγει να πράττει το καλό χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, απηχούν τα μαθήματα ζωής που του μετέφερε ο πατριός του, η επίδραση του οποίου διαμόρφωσε την κοσμοθεωρία και τις λογοτεχνικές του ευαισθησίες. Οι πρώιμες εμπειρίες του Γκέμελ τον εμπνέουν έτσι ώστε να συντάσσεται με τους αδύναμους και τους καταπιεσμένους αυτής της ζωής, μία θεματική η οποία βρίσκεται σε όλα τα βιβλία του. Οι χαρακτήρες του, συχνά φορείς μικρών αναπηριών και με αρκετά ελαττώματα στον χαρακτήρα τους, αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής με αξιοπρέπεια, ενώ δείχνουν και αξιοσημείωτη αντοχή απέναντι σε δυσμενείς συνθήκες. Η χριστιανική πίστη του Γκέμελ παρείχε έναν ηθικό πυρήνα για τις ιστορίες του, των οποίων η θεματολογία κινείται γύρω από την τιμή, την θυσία και την λύτρωση. Η πίστη του στο ότι ο κόσμος υπάρχει καθώς είναι «καλός»[1] -μα πάντα λαμβάνοντας υπόψη το ότι έχει εκπέσει - δίνει στις αφηγήσεις του μια αίσθηση ελπίδας και αισιοδοξίας, ακόμη και κατά την διάρκεια των δυσκολιών των ηρώων του. Ουσιαστικά, η προσωπική διαδρομή του Γκέμελ αντικατοπτρίζει αυτήν των φανταστικών του πρωταγωνιστών: μια αναζήτηση ανώτερου νοήματος και σκοπού, σε έναν κόσμο γεμάτο κινδύνους και αβεβαιότητα. Μέσα από τα έργα του προσκαλεί τους αναγνώστες να ξεκινήσουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και υπέρβασης. Ένα ταξίδι «θελήσεως για δύναμη».


Δεν είναι τυχαίο το ότι στον κόσμο Ντρενάι υπάρχει μέχρι και ομάδα μοναχών-οπλιτών, οι οποίοι για να προστατεύσουν τον τρόπο ζωής τους ρίχνονται στην μάχη με τον αντίπαλο. Στο βιβλίο του Ντρας ο Θρύλος γίνεται αναφορά στους λεγόμενους «Τριάντα». Η δημιουργία των Τριάντα περιγράφεται στο βιβλίο Γουειλάντερ, όπου ένας ιερέας της «Πηγής» του Δημιουργού των Πάντων (ο αριστοτελικός θεός της σειράς Ντρενάι) ονόματι Δαρδαλίων, βρίσκεται τυχαία μαζί με τον πολεμιστή Γουειλάντερ. Στα βιβλία της σειράς Ντρενάι, οι ιερείς της Πηγής προορίζονται ως ιερείς της ειρήνης, έτσι ώστε να διαδώσουν το μήνυμα της αδελφικής αγάπης και λατρείας της «Πηγής». Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, ο Δαρδαλίων σώζεται από τον Γουειλάντερ ο οποίος του διδάσκει ότι, μερικές φορές, οι άνθρωποι πρέπει να παλέψουν για να σώσουν όσους και όσα αγαπούν. Ο Δαρδαλίων καταλήγει να συγκεντρώσει άλλους είκοσι εννέα ιερείς με σκοπό να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους για να πολεμήσουν εκείνους που συντάσσονται με το κακό στο σύμπαν του Ντρενάι, ιδρύοντας τον πρώτο «Ναό των Τριάντα» στην φανταστική πόλη Σκάρτα.[2]

Η μεταφυσική κοσμοθέαση του χριστιανισμού είναι αυτή η οποία εμπνέει τον Γκέμελ και αυτή η οποία βρίσκεται στην καρδιά των ιστοριών του. Στην ερώτηση δημοσιογράφου για το εάν υπάρχει ένα θρησκευτικό μοτίβο στα βιβλία του, ο ίδιος απάντησε, «Έχετε απόλυτο δίκιο. Όλα τα βιβλία μου εδράζονται στην θρησκευτικότητα. Στην πραγματικότητα είναι χριστιανικά βιβλία. Είμαι χριστιανός και έχω ορισμένες παγιωμένες αντιλήψεις για τον χριστιανισμό. Για παράδειγμα, ο Σέρμπιταρ, των Τριάντα, ρωτάει «Γιατί με έκαναν αρχηγό;». Ασφαλώς και αυτός έγινε ο αρχηγός, καθώς αυτός ήταν που έπρεπε να μεταβεί της σπουδαιότερης εσωτερικής αλλαγής. Η Βίβλος μας αναφέρει ότι, «Οι έσχατοι έσονται πρώτοι».[3] Η κληρονομιά του Ντέιβιντ Γκέμελ αποτελεί μία μαρτυρία της ανεξάντλητης δύναμης του ανθρώπινου πνεύματος, υπενθυμίζοντάς μας ότι μέσα σε κάθε έναν από εμάς ίσως κρύβεται ένας ήρωας ο οποίος μπορεί να εκκολαφθεί μόνον εάν εμείς το θελήσουμε.

Στο συγγραφικό έργο του Γκέμελ συνήθως δεν υπάρχει «βία για την βία», ή όπως έλεγε ο ίδιος «mindless savagery», αλλά ήρωες οι οποίοι εμπλέκονται σε μάχες με γνώμονα την δικαιοσύνη και την προστασία των αδυνάμων. Αυτή η διάκριση είναι σημαντική καθώς οι περισσότεροι ήρωες του Γκέμελ δεν παλεύουν για την επιβολή των εγωιστικών τους θέλω, αλλά επειδή δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό ακόμη κι εάν το ήθελαν. Ο «δαίμονάς» τους, όπως τον έχουμε συναντήσει στην αρχαία ελληνική γραμματεία, είναι αυτός που τους παρακινεί για να λειτουργούν ως θιασώτες της δικαιοσύνης. Ένα από τα κοινά όλων των ηρώων του Γκέμελ - είτε μιλάμε για τα υπέροχα Γουέστερν του, είτε για τις ιστορίες του που διαδραματίζονται στην ελληνική αρχαιότητα ή σε έναν από τους φανταστικούς του κόσμους (οι οποίοι είναι εμφανώς επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα) - είναι οι μεγάλες ψυχικές αντοχές τους. Ο Γκέμελ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για προσωπικότητες που δεν τα παρατούν όταν έρχονται αντιμέτωποι όχι μόνον με έναν προφανή κίνδυνο αλλά και με πιθανούς κινδύνους που μπορεί να προκύψουν ως απόρροια των πράξεων τους. Όπως είχε πει και ο ίδιος σε έναν άλλο συγγραφέα του φανταστικού κατά την διάρκεια της συζήτησής τους, «Η απάντηση στην ερώτηση «Ποιος άνθρωπος θεωρείται γενναίος;» είναι απλή, αυτός που κάνει γενναίες πράξεις».[4]

Μέσα από τις αφηγήσεις του Γκέμελ οι περιγραφές αρχαίων φρουρίων, μαγευτικών φυσικών τοπίων, και επικών μαχών μας καθιστούν ενεούς και μας προτρέπουν ως αναγνώστες να εμβαθύνουμε σε έναν κόσμο όπου ο ηρωισμός δεν έχει όρια. Στο αριστούργημα του Γκέμελ, Ντρας ο Θρύλος (Druss the Legend), όλα τα παραπάνω αποτελούν την ραχοκοκαλιά του έργου. Το μυθιστόρημα αφηγείται την επική πολιορκία του φρουρίου Ντρος Ντελνώχ από μια αδιάκοπη ορδή εισβολέων. Ανάμεσα στο χάος της μάχης ο Γκέμελ σκιαγραφεί την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, έχοντας δημιουργήσει χαρακτήρες όπου, πολύ περισσότερο του εξωτερικού εχθρού, πρέπει να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό εχθρό. Την αέναη μάχη εναντίον των εσωτερικών παθών. Με μεγαλύτερο αυτών, τον φόβο. Σημαντικό είναι να ειπωθεί ότι το κείμενο του Ντρας του Θρύλου γράφτηκε όσο ο Γκέμελ φοβόταν ότι μπορεί να έχει καρκίνο. Όσο περίμενέ τα αποτελέσματα της βιοψίας αποφάσισε να γράψει και την ιστορία του βιβλίου. Ο ίδιος γράφοντας σε κάποιον βαθμό αλληγορικά έδωσε τον ρόλο του πολυπληθή εχθρού που επιτίθεται στον καρκίνο, ο οποίος πολιορκεί το φρούριο – σώμα – του Γκέμελ. Οι ήρωες που υπερασπίζονται λυσσωδώς το φρούριο είναι οι ψυχικές αντοχές του συγγραφέα. Μάλιστα ο τολμηρός Γκέμελ είπε στον εαυτό του ότι σε περίπτωση που «νικούσε» ο καρκίνος, το φρούριο θα έπεφτε και θα έκλεινε το βιβλίο με όλους τους κεντρικούς πρωταγωνιστές νεκρούς. Σε περίπτωση όπου θα ζούσε, όπως και έγινε, το φρούριο δεν θα έπεφτε ποτέ στα χέρια του εχθρού.[5]

Ο Ντέιβιντ Γκέμελ δημιουργώντας αφηγήσεις που υπερβαίνουν την απλή ψυχαγωγία, προσέφερε στους αναγνώστες μια γεύση της αιώνιας αναζήτησης εννοιών όπως αυτές της «αλήθειας», της «ανδρείας» και της «δικαιοσύνης». Σε μια εποχή ρελατιβισμού και αβεβαιότητας, τα έργα του Γκέμελ λειτουργούν ως φάρος ελπίδας, υπενθυμίζοντάς μας τις αιώνιες αρετές που οδηγούν το ανθρώπινο πνεύμα για να πράξει «τα ωραία και μεγάλα έργα».[6] Ιδεολογικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσέγγισε τις δικές μας θέσεις μέσω διαφορετικών διαδρομών. Έχει γραφτεί ότι ήταν υποστηρικτής της Θάτσερ και του Ρήγκαν. Η αλήθεια είναι ότι αποτέλεσε έναν σοσιαλιστή που στήριζε το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας κατά την μεταπολεμική περίοδο της κυρίαρχης σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο δήλωνε ξεκάθαρα ότι υποστήριζε την επιβολή της θανατικής ποινής για τους χειρότερους κακοποιούς, γεγονός που τον έφερνε σε αντίθεση με τους περισσότερους υπόλοιπους σοσιαλιστές της Βρετανίας. Όσον αφορά την Θάτσερ συμφώνησε με την επιλογή της να κάνει τον πόλεμο των Φώκλαντς. Δεν στήριξε ποτέ τις οικονομικές ή κοινωνικές νεοφιλελεύθερες ιδέες. Του άρεσε επίσης το πατριωτικό επικοινωνιακό ύφος του ρηγκανικού πολιτικού στρατοπέδου και καλλιτεχνικές εκφράσεις της αμερικανικής Νέας Δεξιάς, όπως οι ταινίες του Σταλόνε. Αν συνδέσουμε όλα τα παραπάνω, δηλαδή τον ρεφορμιστικό σοσιαλισμό, τη στήριξη μιας πολεμικής αναμέτρησης με εθνικό περιεχόμενο και τον καλλιτεχνικό λαϊκιστικό νεορομαντισμό ταινιών τύπου Ράμπο 1 και Κόμπρα, θα μπορούσαμε να πούμε με διάθεση λίγης χαλαρότητας ότι κάπου στο τέλος σχηματίζεται ένας ρομαντικά αντιδιαφωτιστικός εθνικιστικός σοσιαλισμός διαμορφωμένος όμως από διαφορετικές ατραπούς. Το μόνο που χαλάει την προοπτική είναι ότι ο Γκέμελ υπήρξε θιασώτης και των αντισοβιετικών κορωνών του Ρήγκαν, οι οποίες περιελάμβαναν αρκετό φιλελεύθερο ιμπεριαλισμό τύπου west way of life.


Δεν θα μπορούσα να ολοκληρώσω, βέβαια, το άρθρο χωρίς να κάνω αναφορά σε μία από τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις που είχε κάνει ο Γκέμελ στο «World Fantasy Convention» του Τέξας, τον Οκτώβριο του 2000. Ήταν μία από τις τελευταίες του δημόσιες εμφανίσεις πριν τον αιφνίδιο θάνατό του το 2006. Ο Ντέιβιντ ανοίχτηκε στο κοινό παρουσιάζοντας με τον δικό του, γλαφυρό τρόπο, γεγονότα από την ζωή του που αναφέρθηκαν στις πρώτες παραγράφους του άρθρου:

«Υπήρχε αυτό το αγόρι που ζούσε μέσα στον φόβο. Όχι μέσα στους φόβους της ενηλικίωσης αλλά μέσα στους τρομακτικούς και έντονους φόβους που μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να βιώσει. Αυτό το αγόρι ήταν διαφορετικό από τα άλλα αγόρια που ζούσαν σε αυτή την οδό του Λονδίνου όπου μία βόμβα την είχε καταστρέψει κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το αγόρι δεν είχε πατέρα. Και μερικά από τα άλλα παιδιά δεν είχαν πατέρα, αλλά η έλλειψη του πατέρα τους δεν ήταν εσκεμμένη. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει στον πόλεμο. Ήταν ένας ήρωας. Η έλλειψη ενός πατέρα στην ζωή αυτού του αγοριού αποτέλεσε αντικείμενο κακόβουλων ψιθύρων από τους ενήλικες και ανοιχτού χλευασμού από τους συνομηλίκους του. Η μητέρα αυτού του αγοριού ήταν -όπως το αγόρι είχε ακούσει πολλές φορές- πόρνη. Ευτυχώς το αγόρι ήταν μόλις έξι ετών και δεν μπορούσε να κατανοήσει το τι σήμαινε η λέξη. Ούτως ή άλλως η λέξη ήταν λιγότερο επώδυνη από τα σωματικά ραπίσματα που την ακολουθούσαν. Τα περισσότερα χτυπήματα προέρχονταν από άλλα παιδιά, αλλά μερικές φορές τον χτυπούσαν και οι ενήλικες.

Ήταν όλα μπερδεμένα για αυτό το παιδί. Αυτό που ήξερε ήταν ότι, πριν βγει στα στενά δρομάκια και τα σοκάκια της γειτονιάς του, έπρεπε να κοιτάξει από τα παράθυρα του μικρού διαμερίσματος για να δει αν υπήρχαν άλλα παιδιά. Μόνο που δεν τους έβλεπε σαν παιδιά. Αλλά σας αντιπάλους, και τρόμαζε. Ο φόβος ήταν ο μόνιμος σύντροφός του. Ο φόβος είχε γίνει ένα με το είναι του. Η διαδρομή προς το σχολείο ήταν γεμάτη κινδύνους. Με την σειρά του το σκοτάδι της νύχτας έφερνε μαζί του τρομακτικά όνειρα. Η μητέρα του διάβαζε ιστορίες για ήρωες και προσπάθησε να τον ενθαρρύνει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αλλά οι ιστορίες ήταν μόνο λέξεις και οι λέξεις δεν μπορούσαν να σταματήσουν τις μπουνιές, τις τσιμπιές και τα χαστούκια. Το αγόρι δεν ονειρευόταν ποτέ ήρωες όσο κοιμόταν. Όχι μέχρι την ημέρα που συνάντησε έναν.

Ήταν ένα φωτεινό, κρύο πρωινό και το αγόρι ακουμπούσε με την πλάτη σε έναν τοίχο. Ένα από τα παιδιά που του έκαναν τη ζωή δύσκολη έτρεξε κατά επάνω του, φωνάζοντας και χειρονομώντας. Το αγόρι -περισσότερο πανικόβλητο παρά θαρραλέο- τελικά τον χτύπησε, γρονθοκοπώντας τον στο πρόσωπο. Το άλλο παιδί έφυγε ουρλιάζοντας. Ο πατέρας του ήρθε τρέχοντας από το σπίτι. «Μικρό κάθαρμα!», φώναξε. Το αγόρι ξεκίνησε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά κανένα εξάχρονο δεν μπορεί να ξεπεράσει στο τρέξιμο έναν ενήλικο άντρα. Μέσα σε λίγα λεπτά έπιασε το αγόρι από το γιακά, σηκώνοντάς το στον αέρα. Ακριβώς τότε μια τεράστια σκιά κάλυψε και τους δύο. Ο άντρας -που φαινόταν πολύ τρομακτικός λίγες στιγμές πριν- έμοιαζε τώρα μικροσκοπικός και ασήμαντος μπροστά στον άλλον άντρα που μόλις είχε παρουσιαστεί. Αυτός ο κολοσσός άπλωσε το χέρι και έπιασε τον άντρα που κυνηγούσε τον μικρό από το πουκάμισο, σπρώχνοντάς τον σε έναν τοίχο. Χαμηλόφωνα, με την απόλυτη έλλειψη συναισθήματος στην φωνή του να προκαλεί ανατριχίλα, ρώτησε, «Ξέρεις ποιος είμαι;». Ο άντρας που είχε κυνηγήσει το μικρό αγόρι έτρεμε. Ακόμη και το αγόρι μπορούσε να αισθανθεί τον τρομερό φόβο που πήγαζε από αυτόν. «Ξε…Ξε…Ξέρω ποιος είσαι Μπιλ. Φυσικά και ξέρω». «Ήξερες ότι έβγαινα ραντεβού με τη μητέρα αυτού του αγοριού;», «Θεέ και Κύριε... Ορκίζομαι ότι δεν το ήξερα, Μπιλ. Το ορκίζομαι στην ζωή της μάνας μου», «Τώρα το ξέρεις». Ο ενήλικος άντρας άφησε κάτω το ανήλικο αγόρι. Έφυγε με αργές κινήσεις μακριά από τον τοίχο και μετά εξαφανίστηκε παραπαίοντας.

Τότε ο γίγαντας έσκυψε πάνω από το αγόρι και άπλωσε το χέρι του που έμοιαζε μεγαλύτερο από ένα ολόκληρο τσαμπί μπανάνες, «Καλύτερα να γυρίσεις σπίτι, αγόρι μου», είπε. Ο κόσμος του αγοριού άλλαξε εκείνη την ημέρα. Άντρες σαν τον Μπιλ αλλάζουν τον κόσμο. Είναι τα καταφύγια, τα ασφαλή λιμάνια της παιδικής μας ηλικίας. Είναι τα τσοπανόσκυλα που κρατούν τους λύκους μακριά. Έχουν μια ενστικτώδη κατανόηση της φύσης των παιδιών που δεν την βρίσκεις στους λόγιους.


Δύο χρόνια αργότερα, ως πατριός μου, με θεράπευσε από τους εφιάλτες που έβλεπα με πρωταγωνιστές βρικόλακες που με κυνηγούσαν για να μου πιούν το αίμα. Η μητέρα μου είχε προσπαθήσει να μου εξηγήσει ότι ήταν απλώς εφιάλτες. Ότι δεν ήταν αληθινά όσα έβλεπα. Δεν λειτούργησε κάτι τέτοιο. Με πήγε σε μια παιδοψυχολόγο, που μου έδειξε φωτογραφίες, μου είπε ιστορίες, μου εξήγησε για τη γέννηση του μύθου και τον τρόπο που ο φόβος δημιουργούσε ψευδείς εικόνες στον νου κατά την διάρκεια της νύχτας. Ήταν πολύ ενδιαφέρον, αλλά δεν έκανε τίποτα για τους εφιάλτες μου. Ένα βράδυ ξύπνησα ουρλιάζοντας - βρίσκοντας τον Μπιλ να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι μου - «Υπάρχει ένας βρικόλακας, μπαμπά. Προσπαθεί να μου πιεί το αίμα», «Το ξέρω, γιε μου», είπε με ήρεμη φωνή, «Το είδα». «Το είδες;» τον ρώτησα, «Ναι» ήταν η απάντηση. «Του έσπασα τον βρώμολαιμό του. Δεν θα ανεχτώ βρικόλακες στο σπίτι μου». Δεν είδα εφιάλτες με βρικόλακες ποτέ ξανά.

Χρόνια αργότερα, όταν έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, χρησιμοποίησα τον Μπιλ ως τον κεντρικό χαρακτήρα. Το όνομά του στο βιβλίο ήταν Ντρας ο Θρύλος. Ο Μπιλ εμφανίστηκε ξανά σε πολλά βιβλία μου, με πολλές διαφορετικές μορφές. Πάντα με ελαττώματα, αλλά πάντα γενναίος. Πριν από τρία χρόνια, σε ηλικία 82 ετών, ο Μπιλ έπεσε θύμα ληστείας στους δρόμους του Λονδίνου. Τρεις ληστές του έσπασαν το σαγόνι, τη μύτη και δύο από τα πλευρά του. Κατάφερε μετά από όλα αυτά να χτυπήσει κάποιον από αυτούς στο πηγούνι και να τον ρίξει στο έδαφος. Αυτός ήταν ο Μπιλ.


Τον περασμένο Απρίλιο πέθανε. Έγραψα το βιβλίο Ravenheart και τοποθέτησα τον Μπιλ ως τον πρωταγωνιστή. Ο Τζάιμ Γκράιμουτς, που περπατά στα υψίπεδα με γιγαντιαίους βηματισμούς, είναι ο φόρος τιμής μου στον Μπιλ και σε όλους εκείνους τους πατεράδες που αλλάζουν τον κόσμο και, τελικά, φεύγουν από την ζωή χωρίς φανφάρες. Που αφήνουν τον κόσμο λίγο φωτεινότερο από ότι ήταν. Άντρες που ξέρουν πως να αντιμετωπίζουν τους βρικόλακες»[7].

Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ τίμησε την μνήμη του Περικλή Γιαννόπουλου στα προπύλαια του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών 15/4/2024


Μια από τις ανοησίες που διακινείται, κατά καιρούς, στον ελληνικό εθνικιστικό χώρο είναι ότι υπάρχει δήθεν κάποια υποτιθέμενη ιδεολογική τομή ανάμεσα σε ελληνοκεντρικούς και δυτικότροπους εθνικιστές. Πρόκειται για μια κωμική φενάκη που πριν μερικά χρόνια έλαβε αστείες μορφές αντιπαράθεσης σε διαδικτυακές αναλύσεις της κακιάς ώρας, ένθεν και ένθεν, από σκουπίδια της άκρας Δεξιάς τα οποία μολύνουν τον εθνικιστικό χώρο. Ή, για την ακρίβεια, μόλυναν μέχρι πρότινος τον εθνικιστικό χώρο. Γιατί, πλέον, ορισμένοι από αυτούς δήλωσαν ότι αποκήρυξαν τις εθνικιστικές ιδέες ενώ άλλοι αγνοούνται.  Το κακό είναι ότι δεν αποτέλεσαν εκείνες οι διαδικτυακές καρικατούρες εμπνευστές της συγκεκριμένης αντιπαράθεσης. Οι ρίζες της αντιπαράθεσης αυτής ανάγονται σε εξίσου τοξικούς παράγοντες του μακρινού παρελθόντος.

Αυτή η ψευδοτομή ανάμεσα σε υποτιθέμενους ελληνοκεντρικούς και σε ακόμη πιο υποτιθέμενους δυτικότροπους εθνικιστές έχει τις καταβολές της σε διασπάσεις της Εθνικής Παρατάξεως και άλλων πολιτικών σχηματισμών της δεκαετίας του ’70. Το ακόμη χειρότερο είναι ότι γνωστά πρόσωπα του -υποτιθέμενου εις τον κύβο- «εθνικιστικού χώρου», που παραμένουν ενεργά κι έχουν γράψει σελίδες δεκαετιών αγωνιστικής πολιτικής ιστορίας, διακινούν ακόμη αυτή την ανοησία. Πράγμα που έλαβαν υπόψη ακόμη και ακαδημαϊκοί οι οποίοι δείχνουν ενδιαφέρον προκειμένου να μελετήσουν την ιστορία του μεταπολιτευτικού εθνικιστικού χώρου.[1]



Η αλήθεια είναι ότι αυτή η τομή δεν αποτέλεσε τίποτα περισσότερο από μια προμετωπίδα προσωπικών αντιπαραθέσεων. Για να δώσουν έναν πολιτικό χρωματισμό στις αντιπαραθέσεις τους και προκειμένου να μην φανεί ότι αυτές δεν αποτελούσαν τίποτε περισσότερο από απλές και συνηθισμένες στην ελληνική καθημερινότητα συγκρούσεις για προσωπικούς λόγους, ορισμένοι από τους «εθνικιστές της γενιάς του Πολυτεχνείου» επινόησαν υποτιθέμενες ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα σε έναν δήθεν ελληνικό εθνικισμό και σε έναν μασκαρεμένο, σε βαθμό παράνοιας,  δυτικότροπο και τάχα φασιστικό εθνικισμό.

Έτσι, από την μια μεριά, οι μεν (δήθεν) ελληνοκεντρικοί εθνικιστές υποστήριξαν ότι υπήρχε κάποια πολύ ιδιαίτερη μορφή εθνικισμού, αποκλειστικά ελληνική,  η οποία τάχα διέθετε ως σημεία αναφοράς διανοητές ή πολιτικούς όπως ο Δραγούμης, ο Μεταξάς, ο Βεζανής και άλλοι, ενώ ο φασισμός και τα ριζοσπαστικά εθνικιστικά κινήματα του μεσοπολέμου ήταν άσχετα με τον ελληνικό εθνικισμό. Από την άλλη, οι (δήθεν) εθνικιστές της δυτικής τάσης αγνοούσαν επιδεικτικά τους προαναφερθέντες διανοητές, υιοθετούσαν τυπικές θέσεις του αστικού Διαφωτισμού σύμφωνα με τις οποίες αξιολογούσαν την Ελλάδα ως μια επαρχία της Δύσης που ιστορικός της προορισμός ήταν να προσαρμόζεται στα δυτικά μοντέλα για να βρει την αρχαία της ταυτότητα(!!!) και εστίαζαν αποκλειστικά στον Χίτλερ, στα κινήματα του μεσοπολέμου, στον Αλέν ντε Μπενουά κλπ.

Ασφαλώς, όλο αυτό ήταν ένα πολιτικό καρναβάλι. Οι προσεγγίσεις των δύο πλευρών δεν αντιστοιχούσαν με αυτό που όντως είναι η ιδεολογία του εθνικισμού. Ήταν αφηγήσεις άγαρμπης συρραφής αποσπασμάτων της πολιτικής ιστορίας, που οι ίδιοι οι αφηγητές της ήταν πολιτικά αμόρφωτοι για να κατανοήσουν σε βάθος. Καμία τομή ανάμεσα σε υποτιθέμενα αποκλειστικά ελληνικό και σε δυτικότροπο εθνικισμό δεν μπορεί να σταθεί σε μια σοβαρή ανάλυση της ιστορίας των ιδεών. Για αυτό και στην λαϊκή βάση του εθνικιστικού χώρου δεν έλαβε ποτέ έκταση αυτή η αστεία διαμάχη. Παρέμεινε περιορισμένη στον στενό πυρήνα των προσώπων που έβγαιναν μπροστά ως επικεφαλής του χώρου, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να βγάλουν όποιο σύμπλεγμα κουβαλούσαν στις συγκεκριμένες αφηγήσεις. Έτσι, είδαμε έναν Χίτλερ που παρουσιαζόταν ως θεάνθρωπος μετενσαρκωμένος Άβαταρ, έναν Πλάτωνα που διαβαζόταν ως πρόδρομος των woke, έναν Μπενουά που ερμηνευόταν ως εισαγωγικό κεφάλαιο στην σκέψη του Ρασσιά και της Τζάνη, έναν Συκουτρή που αποτελούσε τον εκλεκτό του Χίτλερ για την διοίκηση του ελληνικού κράτους πριν τον εκτελέσουν οι αντίπαλοι του 3ου Ράιχ, έναν Δραγούμη που αναλυόταν ως εισηγητής κάποιου ένθερμου αλλά και ουδέτερου ιδεολογικά πατριωτισμού, μια Μεγάλη Ιδέα που δεν επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί οι κομμουνιστές γιατί έκαναν τον Εμφύλιο Πόλεμο, έναν Αριστοτέλη που πριν γίνει δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε ταξιδέψει με διαστημόπλοιο στο εξώτερο σύμπαν και άλλα τέτοια ωραία.

Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910), πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αξιολογήθηκε με θετικό πρόσημο και από τις δύο «παρατάξεις» των ακροδεξιών ημιπαραφρόνων. Είτε γιατί μέσα από ένα παραληρηματικό κείμενο ο ΝΓΜ νόμιζε ότι περιέγραψε την αισθητική φιλοσοφία του Γιαννόπουλου με όρους που ταίριαζαν στους δυτικότροπους δήθεν εθνικιστές της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90. Είτε γιατί, από την άλλη, οι ελληνοκεντρικοί δήθεν εθνικιστές απομόνωναν τις παροτρύνσεις του Γιαννόπουλου κατά της Δύσης χωρίς να εντάσσουν την σκέψη του στο ιστορικό και ευρύτερο διανοητικό της πλαίσιο, το αποτέλεσμα ήταν ο Γιαννόπουλος να φιγουράρει ως επιρροή και των δύο φραξιών. Στην αφήγηση των ελληνοκεντρικών ψευτοεθνικιστών παρουσιαζόταν ως φανατικός αντιευρωπαίος ενώ στην αφήγηση των δυτικότροπων ψευτοεθνικιστών παρουσιαζόταν ως θεωρητικός πατέρας της Τζάνη ή του Λιαντίνη και ως μαινόμενος κλασικιστής. Το γεγονός ότι ο Γιαννόπουλος κατάφερε να ενώσει τους πάσης τάσεως καραγκιόζηδες του πολιτικού μας «χώρου» αποτελεί κάτι που έχει σαφώς μια σημασία.  Ωστόσο η αληθινή σημασία του Γιαννόπουλου ως διανοητή δεν είναι αυτή.

Για να προσεγγίσουμε την σκέψη του Γιαννόπουλου θα ήταν χρήσιμο να την εντάξουμε στο ιστορικό κάδρο της εποχής της. Όντας ένας νέος από εύπορη οικογένεια, ο Περικλής Γιαννόπουλος ξεκίνησε να σπουδάζει σε διαφορετικά ακαδημαϊκά περιβάλλοντα. Δεν κατάφερε, όμως, να βρει ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει γρήγορα τις ακαδημαϊκές του σπουδές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ωστόσο η παραμονή του στο Λονδίνο και στο Παρίσι τον βοήθησε να έρθει σε επαφή με την σκέψη και τα έργα της ευρωπαϊκής διανόησης. Ο Ρομαντισμός αποτέλεσε μια από τις κύριες διανοητικές του προτιμήσεις. Διάβασε Πόε, Μπωντλαίρ, Ντίκενς και, κυρίως, Τζων Ράσκιν. Μετάφρασε στα ελληνικά ρομαντική λογοτεχνία. Ώσπου, στα τέλη του 19ου αιώνα, άρχισε να συνδέει την ρομαντική αισθητική με την πολιτική σκέψη του ρομαντικού εθνικισμού.


Η δεκαετία του 1890 ήταν τραυματική για το ελληνικό κράτος. Η χρεωκοπία του 1893 είχε οδηγήσει την χώρα σε διεθνή οικονομικό έλεγχο. Ο θάνατος του Τρικούπη το 1896 είχε πυροδοτήσει μια διατάραξη της πολιτικής σταθερότητας του δικομματικού συστήματος. Η ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε οριστικοποιήσει την υποβάθμιση του γεωπολιτικού status της Ελλάδας και είχε βυθίσει την ελληνική κοινωνία σε μια γενικευμένη απογοήτευση. Στην συγκεκριμένη ελληνική ιστορική συγκυρία έρχονταν να προστεθούν η ανία, ο υλισμός και οι ιμπεριαλιστικές εξάρσεις που χαρακτήρισαν την belle epoque σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα γνωρίσματα της belle epoque είχαν προκαλέσει μια αντίδραση σε διανοητικούς κύκλους της εποχής. Απέναντι στον αστικό κομφορμισμό, στον υλισμό και στην μοντέρνα φιλελεύθερη νεωτερικότητα εκείνης της περιόδου, οι διανοητές της γενιάς του 1890 ανανέωσαν τις παλιές ιδέες του Ρομαντισμού. Μέσα από το νεορομαντικό πανευρωπαϊκό κίνημα των διανοητών της γενιάς του 1890 ξεπήδησαν καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές τάσεις που αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρία του φιλελεύθερου ορθολογισμού και του μεθοδολογικού θετικισμού. Διαμορφώθηκαν, παράλληλα, από διανοητές της γενιάς του 1890 οι κατάλληλες συνθήκες για την επικαιροποίηση, την τελική διαμόρφωση και την διασπορά σε ολόκληρη την Ευρώπη της ιδεολογίας του αντιδιαφωτιστικού εθνικιστικού Ρομαντισμού.

Οι θεμελιώδεις αρχές της ιδεολογίας του αντιδιαφωτιστικού ρομαντικού εθνικισμού είχαν διαμορφωθεί, σταδιακά, από τα τέλη του 18ου μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η οργανική και ρομαντική ερμηνεία του έθνους και η πίστη ότι το έθνος αποτελεί το κύριο πολιτικό υποκείμενο της ιστορίας. Η πεποίθηση ότι λίγοι χαρισματικοί άνθρωποι μπορεί να εκφράσουν την ψυχή των εθνών και να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο ιστορικό της πεπρωμένο. Η επίκληση της παράδοσης, ως ενός πλαισίου κοινότητας που αντανακλά μια ένθεη και αδιατάρακτη συμπαντική ιεράρχηση στον ιστορικό κόσμο, απέναντι στην μόδα και την ορθολογιστική ρευστή κοινωνία του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Η αναζήτηση ενός κοινοτιστικού παραγωγικού μοντέλου, ενός συντηρητικού σοσιαλισμού, ενάντια στην θεωρία και την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Όλες αυτές ήταν θεμελιώδεις αρχές του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού που είχαν σχεδόν αποκρυσταλλωθεί πριν την ανάδυση της γενιάς του 1890 στο ιστορικό προσκήνιο. Το νέο στοιχείο που έφεραν στον δημόσιο διάλογο οι διανοητές της γενιάς του 1890 ήταν η επικαιροποίηση αυτών των αρχών και το μπόλιασμά τους με στοιχεία θεωριών που ήταν διαφορετικές απ' τον Ρομαντισμό. Στοιχεία της μαρξιστικής σκέψης, του κοινωνικού δαρβινισμού, του νιτσεϊσμού και της μοντερνιστικής πρωτοπορίας αποσπάστηκαν από τα αρχικά διανοητικά τους περιβάλλοντα και χρησιμοποιήθηκαν από τους νεορομαντικούς εθνικιστές της γενιάς του 1890, προκειμένου να καταστήσουν τον αντιδιαφωτιστικό πολιτικό Ρομαντισμό επίκαιρο και να ανοίξουν τον δρόμο για την έλευση των εθνικιστικών κινημάτων του μεσοπολέμου. 

Ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίων Δραγούμης αποτέλεσαν τους πλέον χαρακτηριστικούς Έλληνες εκπροσώπους του νεορομαντικού εθνικισμού της γενιάς του 1890 στην Ελλάδα. Ασφαλώς οι πολιτικές τους ιδέες δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικές, όπως βλακωδώς υποστηρίζουν οι ελληνοκεντρικοί ακροδεξιοί του πολιτικού μας χώρου. Οι θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής τους σκέψης προέρχονταν από την ιδεολογία του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού που διαμορφώθηκε πανευρωπαϊκά. Αλλά, ταυτόχρονα, οι πολιτικές προτάσεις του Γιαννόπουλου και του Δραγούμη, οι οποίες βασίζονταν σε αυτές τις θεμελιώδεις αρχές, προορίζονταν να εφαρμοστούν με εθνικό τρόπο και με ιδιαίτερο περιεχόμενο στην Ελλάδα, βάσει των εθνικών ιστορικών γνωρισμάτων της χώρας. Σαφώς δεν αποτελούσαν στοιχεία κάποιας πανευρωπαϊκής ελληνορωμαϊκής πολιτικής «ενότητας», όπως εξίσου βλακωδώς οι δυτικότροποι ακροδεξιοί του πολιτικού μας χώρου θα ήθελαν.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν μάλλον ο πρώτος θιασώτης της ελληνικής νεορομαντικής εθνικιστικής διανόησης κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.[2] Η Καραφουλίδου σημειώνει τα εξής.

«Παρότι, ήδη από τις δεκαετίες του 1890-1900, οι συνθήκες πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα ευνοούν τη σκλήρυνση του ελληνικού εθνικισμού, την πορεία υποδεικνύει η ίδια η ευρωπαϊκή σκέψη από το 1870 και μετά. Ο θεμελιώδης κώδικας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλυδωνίζεται και αμφισβητείται η ανοιχτή, ουνιβερσαλική République. Οι κοινωνικές επιστήμες, ο δαρβινισμός, η βιολογία και η ευγονική φέρνουν τη φυλή και τον φυλετικό εθνικισμό στο προσκήνιο».[3]

Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά «η Italianita, η Hispanidad, η ελληνικότητα, […] είναι κρυσταλλωμένα ιδεολογήματα που αντιτάσσουν στα επείσακτα θεσμικά πρότυπα της εξάρτησης τα ουτοπικά και ρομαντικά οράματα της αντίστασης και της αυθεντικότητας».[4] Αυτή είναι η διττή διάσταση των ιδεών του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού. Διαμορφώθηκαν με επίκεντρο την Γερμανία, την Βρετανία και την Γαλλία αρχικά και απλώθηκαν σε όλο τον κόσμο στην συνέχεια. Αλλά λόγω του εθνικισμού τους, το κεντρικό τους αίτημα έγινε η εθνική ανεξαρτησία και η διαφύλαξη της κάθε ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας. Οι θεμελιώδεις αρχές της ιδεολογίας του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού μπορεί να είναι πανευρωπαϊκά ίδιες. Όμως η εφαρμογή τους προσαρμόζεται στην εκάστοτε εθνική περίπτωση και εγγυάται την υπεράσπιση της ιδιαιτερότητας κάθε έθνους.

Ο Γιαννόπουλος αποτέλεσε τον Έλληνα Τζων Ράσκιν, σύμφωνα με έναν σύγχρονο μελετητή του.[5] Ασφαλώς ο Γιαννόπουλος δεν μπόρεσε (ή δεν πρόλαβε) να προσεγγίσει την δυσθεώρητη αξία της σκέψης του Ράσκιν, ούτε κατάφερε να υιοθετήσει το ψύχραιμο ύφος γραφής του. Ο Ράσκιν ήταν ένας από τους σημαντικότερους διανοητές του ρομαντικού αντιδιαφωτιστικού εθνικισμού που έχει υπάρξει ποτέ. Ακολουθώντας την μεθοδολογική και ιδεολογική κατεύθυνση αλλά όχι το ύφος γραφής του Ράσκιν, ο Γιαννόπουλος άρχισε να γράφει άρθρα και μανιφέστα κατά την δεκαετία του 1900.  «Η γραφή του είναι προκλητική, επιθετική, προπετής, ωμή. Δεν λυπάται κανέναν».[6]

Όπως παρατήρησε ο Παναγιώτης Κονδύλης κεντρική ιδέα του Ράσκιν ήταν ότι μεταξύ τέχνης και κοινωνίας υφίσταται μια αναγκαία συνάρτηση. Τόσο η τέχνη είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο όσο και η κοινωνία, στην ιδανική της περίπτωση, πρέπει να είναι ένα έργο τέχνης.  Αυτό σημαίνει ότι η κριτική της τέχνης και η κριτική της κοινωνίας είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην σκέψη του Ράσκιν ο άσχημος και υλιστικός κόσμος του φιλελεύθερου καπιταλισμού δεν επιτρέπει την δημιουργία αληθινής τέχνης. Συνεπώς, η ανάγκη για καλλιτεχνική δημιουργία πρέπει να προκαλέσει την εξέγερση εναντίον αυτού του κόσμου και το αίτημα για μια νέα εποχή. Η ιδανική κοινωνία είναι μια κοινωνία που διαμορφώνεται βάσει αισθητικών προτύπων και στηρίζεται σε μια δίκαιη ιεράρχηση. Ακολουθώντας τον Πλάτωνα ο Ράσκιν συνδύασε τον αντιματεριαλιστικό Ρομαντισμό με την λατρεία της ομορφιάς, με την καλοσύνη και με την ιεραρχική αντιδημοκρατική οργανική κοινότητα. Συνέδεσε το νόημα της τέχνης με την βελτίωση της ηθικής και με την κριτική της ασχήμιας και της αταξίας του καπιταλιστικού παρόντος.[7]



Ο Περικλής Γιαννόπουλος, υπό αυτή την οπτική, υπήρξε ο κατεξοχήν Έλληνας μαθητής του Ράσκιν. Ανάμεσα σε λιβέλους και ρομαντικά οράματα ο Γιαννόπουλος πρόκρινε το αίτημά να βρεθεί ένας ελληνικός δρόμος προς τους θεσμούς, τις τέχνες και τα γράμματα. Ένας δρόμος που ήταν προδιαγεγραμμένος από την ελληνική παράδοση. Όμως η ελληνική παράδοση είχε ξεχαστεί και ο μέσος Έλληνας υιοθετούσε την σκέψη, την κουλτούρα και τους θεσμούς του δυτικού ορθολογισμού.[8] Στο στόχαστρο του Γιαννόπουλου τέθηκε η ιστορική παρακαταθήκη του φιλελεύθερου ορθολογιστικού Διαφωτισμού.[9] «Προσπάθησε να προκαλέσει, να συνταράξει –να αναστατώσει, έστω. Απευθυνόταν, βέβαια, σε ένα μάλλον κουρασμένο κοινό, που δεν ήθελε να δει τα χάλια του και σε μια κοινωνία που δεν είχε δεσμούς με το ένδοξο παρελθόν».[10]

Μολονότι ο Γιαννόπουλος ανέφερε τον Ράσκιν ως βασική του επιρροή δεν παρέλειπε να σημειώνει ότι αυτά που έγραψε ο Ράσκιν απέρρεαν από τον Πλάτωνα.[11] Επιχείρησε να αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις εναντίον των δυτικών επιρροών στην ελληνική τέχνη, την πολιτική ζωή και την κοινωνία. Ωστόσο, όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα άρθρα, ο όρος «δυτική επιρροή» αφορούσε, στην ελληνική περίπτωση, α) την γεωπολιτική και πολιτιστική αποικιοποίηση της χώρας μας στις δυτικές δυνάμεις, β) καθώς και την απώλεια της εθνικής υπόστασης που προϋπέθετε το σβήσιμο του παραδοσιακού βίου στα πλαίσια της ανάπτυξης του καπιταλισμού ως οικουμενικού παραγωγικού και πολιτικού συστήματος. Στην Ελλάδα της πρώτης δεκαετίας  του 20ου αιώνα, όταν ο Γιαννόπουλος έγραψε τα εθνικιστικά του άρθρα και μανιφέστα, η αφομοίωση του καπιταλισμού βρισκόταν ακόμη στην αρχή για την ελληνική κοινωνία. Η νεωτερική παρακμή γινόταν πρώτα νοητή ως εθνική ταπείνωση από τις μεγάλες δυνάμεις της δυτικής Ευρώπης και ο αναδυόμενος καπιταλισμός χανόταν κάπου στο βάθος του κάδρου. Όμως, υπήρχε και μάλιστα ως ρίζα του κακού.

Αν εξαιρέσουμε την εστίαση του Γιαννόπουλου στην ελληνική περίπτωση και την ερμηνεία του που βασίστηκε στις ελληνικές προτεραιότητες, κατά τα άλλα, η ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία και σκέψη είχε αναπτυχθεί από τον Ράσκιν και άλλους Ευρωπαίους ρομαντικούς διανοητές. Με την μόνη διαφορά ότι εκεί ο καπιταλισμός ήταν ανεπτυγμένος. Με αποτέλεσμα να τραβά την προσοχή των ρομαντικών αντιπάλων του και να συνδέεται φραστικά πρώτος εκείνος με τα αρνητικά γνωρίσματα που έβρισκαν στην νεωτερικότητα. Σύμφωνα με την εύστοχη επισήμανση του ο Αρίστου Καμπάνη ο Γιαννόπουλος επιχείρησε να γίνει για την ελληνική φυλή ότι ήταν ο Ράσκιν, ο Καρλάιλ, ο Έμερσον, ο Φίχτε και ο Νίτσε για τους δικούς τους τόπους.[12]

Είναι προφανές ότι ο Γιαννόπουλος δεν ήταν σε καμία περίπτωση όπως τον έχουν παρουσιάσει οι «ελληνοκεντρικοί» ακροδεξιοί του χώρου, που παπαγάλισαν το γράμμα των κειμένων του, αγνοώντας τις θεωρητικές του καταβολές και την ιστορική συγκυρία στην οποία έγραψε. Όπως επίσης δεν ήταν ούτε όπως μπορεί να νόμισαν οι, έτεροι αμαθείς, δυτικότροποι ακροδεξιοί του μεταπολιτευτικού ελληνικού εθνικιστικού χώρου. Ακούσαμε στο παρελθόν ορισμένους αυτής της φράξιας να λένε ότι ο Ίων Δραγούμης ήταν τουρκόφιλος και προωθούσε τον «ελληνοθωμανισμό». Τι θα έλεγαν, άραγε, αν μάθαιναν ότι ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος εκείνος που εισηγήθηκε για πρώτη φορά -στον νεότερο Δραγούμη και τους υπόλοιπους εκκολαπτόμενους Έλληνες εθνικιστές της νεορομαντικής γενιάς του 1890- ως στρατηγική της ελληνικής πολιτικής μια ιδέα η οποία, καθώς αναπτύχθηκε, ανανέωσε την τρίτη εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας[13], δηλαδή τον «ελληνοθωμανισμό»[14]; Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη ο εμπνευστής της ιδέας ότι η Ελλάδα αποτελούσε μια ανατολική χώρα που θα έπρεπε να αντιδράσει για να πάψει να βιώνει τις συνέπειες της γεωπολιτικής και πολιτιστικής της κατάκτησης από την Δύση ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος.[15] Η Έφη Γαζή σημειώνει ότι ο Σουλιώτης, «ξεκινώντας από τον Γιαννόπουλο και την ελληνική κοσμολογία του […] επεκτεινόταν σε όλη την Ανατολή».[16] Το γεγονός ότι ο Γιαννόπουλος εισηγήθηκε στους Έλληνες εθνικιστές διανοητές των αρχών του 20ου αιώνα μια ιδέα που εξελίχθηκε αναπτυσσόμενη σε μια ανανεωμένη εκδοχή του «ελληνοθωμανισμού» δείχνει πόσο βαθιά ήταν η σχέση του ελληνοθωμανικού σχεδίου με τον πυρήνα των ιδεών του νεότερου ελληνικού εθνικισμού.


Άλλη μια πρόχειρη αποτίμηση της πολιτικής σκέψης του Γιαννόπουλου τον θέλει να υπήρξε υποστηρικτής του Βενιζέλου.[17] Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Ο Γιαννόπουλος και ο Δραγούμης υπήρξαν υποστηρικτές μιας «αντικοινοβουλευτικής» αντίληψης που αναπτύχθηκε στην ελληνική πολιτική ζωή απ’ το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι το 1909. Ουσιαστικές πληροφορίες για τον ελληνικό «αντικοινοβουλευτισμό» περιλαμβάνει η σχετική μελέτη του Αθανάσιου Μποχώτη.[18] Ο Μποχώτης επικεντρώθηκε στο φαινόμενο του ελληνικού αντισυνταγματισμού της περιόδου 1864-1911.[19] Η έρευνα του Μποχώτη καταλήγει στο εξής συμπέρασμα. Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1864 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1880 εμφανίστηκε στην πολιτική ζωή της Ελλάδος, με διακριτή μορφή ως τάση ο αντικοινοβουλευτισμός. Ο αστικός αντικοινοβουλευτισμός, από το 1890 μέχρι το 1909, μετασχηματίστηκε σε έναν ανολοκλήρωτο φασισμό, παρέχοντας για πρώτη φορά στην νεώτερη ελληνική πολιτική ιστορία την προοπτική για την πραγματοποίηση μιας συνταγματικής εκτροπής.[20]   

Στην ελληνική πολιτική ζωή της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα υπήρχαν ομάδες που διέθεταν πρόσβαση στην εξουσία, οι οποίες συμφωνούσαν με την πραγματοποίηση κάποιας δυναμικής στρατιωτικής επέμβασης που θα έφερνε νέα δεδομένα στην ζωή του τόπου. Τελικά η επέμβαση πραγματοποιήθηκε μέσα από το Κίνημα στο Γουδί. Ο Βενιζέλος ήταν ο κατεξοχήν πολιτικός κληρονόμος της νέας πολιτικής συνθήκης που διαμόρφωσε το στρατιωτικό κίνημα. Μέχρι το 1910, όταν και αυτοκτόνησε ο Γιαννόπουλος, ο Βενιζέλος δεν είχε αναπτύξει την πολιτική του δράση στο ελληνικό κράτος. Ακόμη και ο μεγάλος αντίπαλος του Βενιζέλου, Ίων Δραγούμης, εκείνη την περίοδο έβλεπε θετική την προοπτική αλλαγής του παλαιοκομματισμού και αποτιμούσε θετικά τον Βενιζέλο ως διαχειριστή των αιτημάτων του Κινήματος. Ωστόσο, όταν η μεταβατική περίοδος των μεταρρυθμίσεων πέρασε και ο Βενιζέλος άρχισε να κυβερνά βασιζόμενος στους δικούς του πολιτικούς μηχανισμούς, ξεκίνησε και η μεγάλη σύγκρουση με τον Δραγούμη στα 1912.

Ο Γιαννόπουλος, στα 1907, με το γνωστό αφοριστικό, νευρώδες και κωμικά σατιρικό του ύφος, αποκάλεσε «συνταγματομουρλή» την ελλαδική πολιτική συνθήκη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα[21] και χαρακτήρισε την Βουλή «άβουλη» και «ξεπατωμένο παλιοκάζανο πνευματικών εθνομπαλωματήδων»,[22] δείχνοντας ότι συναινούσε με τον αναδυόμενο «αντικοινοβουλευτισμό». Μολονότι δεν είναι επιστημολογικά άρτιο να γίνονται προβλέψεις τέτοιου περιεχομένου, η πολιτική σκέψη και οι πολιτικές δικτυώσεις του Γιαννόπουλου καθιστούν προφανές τι θα συνέβαινε αν συνέχιζε να ζει όσο ο Βενιζέλος κυβερνούσε ως αρχηγός των φιλελευθέρων.    



Αυτά και πολλά άλλα συζητήσαμε πριν λίγες μέρες, όταν ως μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. πραγματοποιήσαμε απότιση τιμής στην μνήμη του Περικλή Γιαννόπουλου, στα προπύλαια του ΕΚΠΑ. Εφόσον δεν υπάρχει κάποιο μνημείο του Περικλή στο κέντρο των Αθηνών, αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε την δράση πρωί, γιατί του άρεσε ο ήλιος, και σε έναν χώρο που να υποδηλώνει την φοιτητική προέλευση της λέσχης. Έναν χώρο που είναι συνδυασμένος με το ξεκίνημα συλλογικών διεκδικήσεων. Έναν χώρο που είναι, επίσης, συνδεδεμένος, τα τελευταία πενήντα χρόνια, με δράσεις, αντιπάλων πολιτικά, φοιτητικών παρατάξεων. Παρατάξεων που μπορεί να μην εμπνέονται από τους ρομαντικούς, αλλά τουλάχιστον δεν βίωσαν τον ψυχοδιαστροφικό αισθητικό και ιδεολογικό βιασμό του πολιτικού τους χώρου από τους μεγάλους σε ηλικία ομοϊδεάτες τους. Πράγμα που, δυστυχώς, συνέβη στον μεταπολεμικό ελληνικό εθνικιστικό χώρο. Αν μη τι άλλο, η απότιση τιμής στην μνήμη του Περικλή Γιαννόπουλου ας μας αφήσει ως συμπέρασμα κάτι πολύ χρήσιμο για την συνέχεια.

Παιδιά, αγνοείστε τους εναπομείναντες «ελληνοκεντρικούς ψευδο-εθνικιστές». Οι περισσότεροι είναι ουρές της Δεξιάς και σφουγγοκωλάριοι του «Αδώνιδος». Διαβάστε όλους τους διανοητές ή τους λογοτέχνες που συνδέονται με την ιδεολογία μας και την ρομαντική αισθητική. Ανεξαρτήτως της εθνικότητάς τους. Διαβάστε όλο τον Ρομαντισμό. Ο Γιαννόπουλος μπορεί να καλούσε σε εξέγερση κατά της πολιτικής και πολιτιστικής αποικιοποίησης του ελληνισμού από τις δυνάμεις της δυτικής νεωτερικότητας, αλλά λίγο πριν την τελετουργική του αυτοκτονία δεν παρέλειπε να διαβάζει σε φίλους τις μεταφράσεις του σε κείμενα των Ευρωπαίων ρομαντικών.[23] Δεν ήταν αντίφαση αυτό. Ήταν επαφή με την κοινή αισθητική και ιδεολογική μήτρα του Ρομαντισμού.


Ταυτόχρονα, αγνοείστε τα γκαρσόνια του «δυτικόδουλου ψευδοεθνικισμού». Αυτοί δεν είναι μόνο σφουγγοκωλάριοι της Δεξιάς. Είναι και έμμισθοι υπάλληλοί της. Κάντε πράξη τις αρχές που μας κληρονόμησαν οι ανά τον κόσμο ρομαντικοί διανοητές. Αγωνιστείτε για την υπεράσπιση την εθνικής μας ανεξαρτησίας, ισχύος, κληρονομιάς και ταυτότητας. Κόντρα σε κάθε παρελκυστική προοπτική ένταξης σε διεθνικά σχήματα υποτιθέμενα συναφών πολιτικά πλαισίων. Αυτοί που μας στερούν την εθνική ανεξαρτησία, που σβήνουν την εθνική μας ταυτότητα και που μας σκοτώνουν με τους νόμους του δυτικού φιλελευθερισμού είναι πολιτικοί μας αντίπαλοι. Ασχέτως αν είναι ομόφυλοι ή αν μας προσεγγίσουν κουκουλωμένοι με την σημαία κάποιων παλιών κινημάτων της δικής μας ιδεολογίας. Τίποτα δεν είναι συναφές με τις ιδέες μας, αν δεν αναγνωρίζει την προτεραιότητα της εθνικής ταυτότητας και ανεξαρτησίας. Πρώτα ο ρομαντικός εθνικισμός και ο ρομαντικός σοσιαλισμός. Μετά οι γεωπολιτικές πανευρωπαϊκές παρλάτες.       


[1] Πρόσφατο παράδειγμα το ενδιαφέρον βιβλίο της Άννας Καρακατσούλη, Το ξίφος του πνεύματος, Gutenberg, Αθήνα 2024  για το οποίο θα υπάρξει ανάρτηση προσεχώς. [2] Για μια επισκόπηση της ελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας των αρχών του 20ου αιώνα που βασίζεται σε αυτή την προσέγγιση  το Gerasimos Augustinos, Consciousness and history: Nationalist critics of Greek society 1897-1914, East european quarterly, Boulder distributed by Columbia University Press, Columbia  1977.   [3] Βίκυ Καραφουλίδου, «της μεγάλης ταύτης ιδέας». Όψεις της εθνικής ιδεολογίας 1770-1854, Πόλις, Αθήνα 2018, σελ. 379-380. [4] Κ. Τσουκαλάς, «Παράδοση και Εκσυγχρονισμός. Μερικά γενικά ερωτήματα», Δημήτριοςς Γ. Τσαούσης (επμλ), Ελληνισμός-ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι. Δ. Κολλάρου& ΣΙΑΣ Α.Ε., Αθήνα 1983, σελ. 45. [5] Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος, Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007. [6] Ο.π., σελ.82. [7] Παναγιώτης Κονδύλης, Συντηρητισμός. Ιστορικό περιεχόμενο και παρακμή, μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015, σελ.525-526. [8] Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος, Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007, σελ.29. [9] Ο.π., σελ. 71 [10] Ο.π., σελ. 97. [11] Σε επιστολή προς την Σοφία Λασκαρίδου που αναφέρει ο Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος στο Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007, σελ. 90. [12] Αρίστος Καμπάνης, «Περικλής Γιαννόπουλος» στο Ελληνική Δημιουργία, τεύχος 136, Αθήναι 1-10-1953, στο Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος. Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007., σελ. 137. [13] Για την Μεγάλη ιδέα και τις παραλλαγές της διαβάστε το  Έλλης Σκοπετέα, ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ, Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988. Για το πώς η Μεγάλη Ιδέα αποτέλεσε ένα πολιτικό αίτημα στον χρόνο και τον χώρο διαβάστε το άρθρο Κιτρομηλίδης Π., «Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα κατά τον ελληνικό 19ο αιώνα», Δερτιλής Γ.Β.- Κωστής Κ.  (επμλ), Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος-20ος αιώνας),  Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1991, σελ. 59-70. [14] Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερες αναρτήσεις η Μεγάλη Ιδέα είχε μια κύρια εκδοχή και δυο παραλλαγές. Η κύρια εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας αναδύθηκε κατά την δεκαετία του 1850 και στόχος της ήταν η συγκρότηση μιας νέας ελληνικής αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα της οποίας θα ήταν η Κωνσταντινούπολη. Η νέα ελληνική αυτοκρατορία θα συμπεριελάμβανε κι άλλους βαλκανικούς λαούς, αλλά την πολιτική κυριαρχία θα είχε το «μείζον έθνος» των Ελλήνων.Το αίτημα αυτό επηρέασε ολοκληρωτικά την πολιτική ζωή του τόπου κι έφτασε στο αποκορύφωμα της δημοφιλίας του κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), που βρήκε αντιμέτωπους τους Ρώσους, με την βοήθεια χιλίων Ελλήνων εθελοντών, από την μια και τους Τούρκους με τους Βρετανούς, τους Γάλλους και τους Σαρδηνούς από την άλλη. Η ήττα των Ρώσων και η αποδυνάμωση της γεωπολιτικής τους επιρροής στην Ελλάδα οδήγησε το όραμα της Μεγάλης ιδέας στην πρώτη του παραλλαγή, η οποία ήταν εκείνη της «προσάρτησης εδαφών». Η λογική της συνοψιζόταν στην συμφωνία της Ελλάδος με τους δυτικούς ότι δεν θα απειλούσε την συνολική ακεραιότητα του οθωμανικού κράτους και στην προσμονή ότι αν η χώρα μας έδειχνε ένα καλό πρόσωπο στους Αγλλογάλλους, εκείνοι θα της παραχωρούσαν σταδιακά ελληνικά εδάφη που δεν είχαν απελευθερωθεί. Η εκδοχή αυτή της Μεγάλης Ιδέας αρχικά φάνηκε επιτυχής, καθώς οι Βρετανοί παραχώρησαν στην Ελλάδα τα Ιόνια κατά το 1862. Ωστόσο, κατέρρευσε κι αυτή μετά την αποτυχημένη έκβαση της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869). Η δεύτερη παραλλαγή της Μεγάλης Ιδέας ήταν ο «ελληνο-οθωμανισμός». Η εκδοχή αυτή συνδέθηκε με την οικονομική ενδυνάμωση της ελληνικής ομογένειας που ζούσε στην ανατολή, κατά την δεκαετία του 1870. Προϋπέθετε την αρχική εδαφική ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την προώθηση των Ελλήνων ομογενών σε θέσεις κλειδιά της διοίκησης του Σουλτάνου. Απώτερος στόχος ήταν να απλωθεί μια νευραλγικά σημαντική παρουσία Ελλήνων στους μηχανισμούς του οθωμανικού κράτους ώστε να υπονομευτεί ή και να καταληφθεί εκ των έσω, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Ωστόσο και αυτή η εκδοχή απέτυχε γιατί όταν το ελληνικό κράτος έθετε ως στόχο την ακεραιότητα των οθωμανικών εδαφών, οι  Σλάβοι, και κυρίως οι Βούλγαροι, είχαν την δύναμη να την απειλήσουν και να κερδίσουν εδάφη που διεκδικούσε και η Ελλάδα. [15] Έφη Γαζή, Άγνωστη Χώρα. Ελλάδα και Δύση στις αρχές του 20ου αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2020, σελ. 244. [16] Ο.π. [17] Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος. Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007, σελ. 104. [18] Αθανάσιος Μποχώτης, Η Ριζοσπαστική Δεξιά. Αντικοινοβουλευτισμός, συντηρητισμός και ανολοκλήρωτος φασισμός στην Ελλάδα, (1864-1911), (Έρευνες για σύγχρονες πολιτικές ιδεολογίες), Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003. [19] Σαφώς έχουμε αρκετές διαφωνίες με την μεθοδολογία και τα αποτελέσματα της έρευνας του Μποχώτη. Ωστόσο, αυτές δεν αναιρούν το ενδιαφέρον της περιεχόμενο και το χρήσιμο συμπέρασμα για την ανάδυση του αντικοινοβουλευτικού φαινομένου που παρατέθηκε στην παραπάνω φράση [20] Ο.π., σελ. 9. [21] Περικλέους Γιαννοπούλου, Έκκλησις προς το πανελλήνιον κοινόν, έκδοσις Ι.Δ. Κολλάρου, Αθήναι 1907, σελ. 15. [22] Ο.π., σελ. 54. [23] Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος. Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007, σελ. 112.